- οἰνοφύλακας
- οἰνοφύλαξan officer who had charge of the municipal winesmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπουντελλιέρης — και πουντιλλιέρης και πουντουλ(λ)ιέρης, ὁ (Μ) οινοχόος, ως τίτλος ανώτερου αξιωματούχου φραγκικού βασιλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bouteiller «οινοφύλακας ηγεμόνα»] … Dictionary of Greek